νεπέρειος — α, ο [Νέπερ] αυτός που επινοήθηκε από τον Σκώτο μαθηματικό Νέπερ ή Νέιπιερ («νεπέρειος λογάριθμος») … Dictionary of Greek
νεπερόμετρο — το (ηλεκτροακουστ.) 1. συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής στάθμης εκπομπής ενός ραδιοφωνικού πομπού ή δέκτη, βαθμονομημένη σε νέπερ 2. φρ. «νεπερόμετρο συντήρησης» συσκευή που λειτουργεί στον πομπό ή στον δέκτη για τον περιοδικό… … Dictionary of Greek
ντεσιμπέλ — Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται σε διάφορες περιοχές της φυσικής αλλά ορίζεται με παρόμοιο τρόπο. Στην ηλεκτρονική και τις τηλεπικοινωνίες με το ν. μετράμε την ισχύ ενός δίθυρου (είσοδος έξοδος) δικτυώματος. Στην περίπτωση αυτή η απολαβή… … Dictionary of Greek
λογάριθμος — Μαθηματική έννοια σχετική με τον εκθέτη δυνάμεως. Αν β είναι ένας θετικός αριθμός και α επίσης θετικός αριθμός, διάφορος του 1, αποδεικνύεται ότι υπάρχει ένας (και μόνον ένας) πραγματικός αριθμός y, τέτοιος ώστε να ισχύει: αy = β. Αυτός ο y… … Dictionary of Greek
ντεσινέπερ — το άκλ. μονάδα μέτρησης τής ισχύος μιας ηχητικής ή ηλεκτρομαγνητικής εκπομπής, που ισοδυναμεί με το ένα δέκατο τού νέπερ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decineper < γαλλ. deci (< λατ. decimus «δέκατος») + neper, μονάδα που εκφράζει τον λόγο δύο τιμών… … Dictionary of Greek
Μπριγκς, Χένρι — (Henry Briggs, Γουόρλεϊ Γουντ 1556; – Οξφόρδη 1631). Άγγλος μαθηματικός. Σπούδασε στο Κέιμπριτζ και δίδαξε εκεί μέχρι το 1596· από εκεί πήγε στο Λονδίνο, όπου διετέλεσε καθηγητής της γεωμετρίας από το 1596 ως το 1616 και μετά πήγε στην Οξφόρδη.… … Dictionary of Greek
Νάπιερ, Τζον — (John Napier, Εδιμβούργο 1550 – 1617). Σκοτσέζος μαθηματικός. Το όνομά του έγινε διάσημο χάρη στις εργασίες του για τους λογάριθμους (νεπέρειοι λογάριθμοι). Περίπου το 1615 έγραψε δύο πραγματείες για τους λογάριθμους με βάση τον (υπερβατικό)… … Dictionary of Greek